ΜΑΓΙΑ (ΖΥΜΗ)
Definition
Συλλογικός όρος για ευρέως διαδεδομένη ομάδα μυκήτων που διαθέτουν, υπό κανονικές συνθήκες ανάπτυξης, βλαστητικό σώμα που περιλαμβάνει έναν αριθμό μεμονωμένων κυττάρων. Ορισμένα στελέχη χρησιμοποιούνται ευρέως στην βιομηχανία τροφίμων.
English French Spanish Greek Norwegian Polish Hungarian Turkish Galician