TRIMETHOPRIM
Definition
Αντιμικροβιακοί παράγοντες της ομάδας των σουλφαμιδών σε συνδυασμό με ένα ενεργοποιητή, συνήθως trimethoprim. Οι παράγοντες αυτοί αναστέλλουν διάφορα στάδια του μεταβολικού κύκλου του φολλικού οξέος. Το ιδεώδες θα ήταν η αναλογία σουλφαμίδης προς ενεργοποιητή να βασίζεται στην φαρμακοκινητική συμπεριφορά των δύο φαρμάκων. Για τα ψάρια σπάνια υπάρχουν τα δεδομένα αυτά. Οι συνηθέστερα χρησιμοποιούμενη δραστική σουλφαμίδη είναι το co-trimazineTM [sulphadiazine:trimethoprim(5:1)], ενώ χρησιμοποιούνται επίσης τα sulphamethoxazole/trimethoprim (TribrissenTM), sulphamerazine/trimethoprim και sulphamethazine/trimethoprim (ROMET TM).
English French Spanish Greek Norwegian Polish Hungarian Turkish Galician