Search Results
Number of Results: 10
GH
Definition
ΑΥΞΗΤIΚΗ ΟΡΜΟΝΗ (GH): Growth Hormone. Πεπτιδική ορμόνη, που εκκρίνεται από την οπίσθια υπόφυση και που έχει ως κύρια λειτουργία τη ρύθμιση της αύξησης, μέσω αυξημένης λήψης τροφής και βελτιωμένης μετατρεψιμότητας. Η αύξηση των ψαριών είναι δυνατόν να ενισχυθεί με τη χορήγηση εξωγενούς GH ή με την εισαγωγή γονιδίων GH στο γονιδίωμα των ψαριών (διαγονιδιακά ψάρια). Τέτοιες μέθοδοι υπόκεινται σε ρυθμιστικούς περιορισμούς σε πολλές χώρες. Συν. σωματοτροπίνη.
English French Spanish Greek Norwegian Polish Hungarian Turkish Galician