Search Results
Number of Results: 10
GEOSMIN
Definition
Γεύση-οσμή σχετιζόμενη με το περιβάλλον, όπως είναι η οσμή "λάσπης" ή "μούχλας" ή μουχλιασμένη που μπορεί να διαποτίσει τα ψάρια που καλλιεργούνται σε δεξαμενές (π.χ. Αμερικανικό γατόψαρο η κυπρίνος). Αυτό είναι αποτέλεσμα της κατανάλωσης κυανοφυκών που παράγουν την ένωση γεωσμίνη. Η κακοσμία εξαλείφεται με την διατήρηση των ψαριών σε ρέον νερό επί 7-14 ημέρες.
English French Spanish Greek Norwegian Polish Hungarian Turkish Galician